- χαλκεμβολάς
- χαλκ-εμβολάς, άδος, poet. fem. of sq.,A
νᾶες E.IA1319
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νᾶες E.IA1319
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκεμβολάς — άδος, ἡ, Α βλ. χαλκέμβολος … Dictionary of Greek
χαλκέμβολος — ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, άδος, Α 1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ. β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ. γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολος … Dictionary of Greek
χαλκεμβολάδων — χαλκέμβολος with brazen beak fem gen pl χαλκεμβολάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)